Βρισκόμαστε στο-μακρινό ακόμη για
εμάς-2042, σε ένα μελλοντικό δηλαδή και
αρκούντως πεσιμιστικό Κάνσας, όπου η
πόλη όπως κάποτε την ξέραμε έχει φτάσει
στο τέλος της, οι άστεγοι έχουν κατακλύσει
τους δρόμους, οι άνθρωποι σκοτώνονται
μεταξύ τους για λόγους μηδαμινούς, και
ένα νέο ναρκωτικό υπό τη μορφή... κολλυρίου
βρίσκεται στη γύρα. Εκεί ένα αφεντικό
της μαφίας σταλμένο από το μέλλον, ο Abe
(Ντάνιελς), λύνει και δένει από την κορυφή
του συνδικάτου του εγκλήματος στην
οποία έχει θρονιαστεί, έχοντας στη
διάθεσή του μια ομάδα δολοφονικών
επίλεκτων που ονομάζονται Loopers. Δουλειά
τους είναι να εκτελούν με συνοπτικές
διαδικασίες διάφορους τύπους που
στέλνονται από τα έτερα συνδικάτα του
ακόμη πιο μακρινού μέλλοντος και
συγκεκριμένα του 2072. Ποιος καλύτερος
τρόπος να εξαφανίσεις ένα πτώμα από
προσώπου Γης, από το να το στείλεις 30
χρόνια πίσω στο παρελθόν έναν πληρωμένο
εκτελεστή όπου περιμένει να τον βγάλει
από τη μέση;!
Την ίδια άποψη φαίνεται
να συμμερίζεται και ο νεαρός Joe (Λέβιτ),
ο οποίος από βρώμικο πιτσιρίκι του
δρόμου, καταλήγει ένας από τους πιο
αποτελεσματικούς ‘καθαριστές’ της
μαφίας. Τι γίνεται όμως όταν έρχεται η
αποφράδα ημέρα όπου του στέλνεται πακέτο
ο μελλοντικός του εαυτός για εκτέλεση,
υπό τη μορφή του Μπρους Γουίλις και πόσο
έτοιμος είναι ο Joe να “κλείσει την
θηλιά”.
Δυστοπική, δυσνόητη σε πολλά
μέρη της, βίαιη ταινία επιστημονικής
φαν τασίας βασισμένη στο κοινότυπο θέμα
του χρονοταξειδιού ή "επίπεδου-μέσα-στο-επίπεδο"
(το έχουμε δει στο Inception όπου μέσα στον
ονειρικό κόσμο ξεδιπλώνονταν πολλά
επίπεδα, το έχουμε δει και στις
ταινίες-σειρά του Terminator του μεγάλου
Arnold Schwarzenegger).
Τίποτα καινούργιο στο
θέμα, αλλά απίθανη βία σε περισσευούμενες
δόσεις και υπερβολικές ηθοποιίες, όπως
αυτή της Sara (Emily Blunt), που δοξοποιεί, ακόμα
και σε έργο επιστημονικής φαντασίας,
τα όπλα και τις καραμπίνες της Remington με
ζήλο Αμερικανού χωριάτη μέλους της NRA.
Οι προχειρότητες στην παραγωγή της
ταινίας (στην οποία τα αυτοκίνητα, ολα,
μα όλα κινούνται συμβατικά με ρόδες,
αλλά οι μοτοσυκλέτες είναι εφοδιασμένες
με ...τουρμπινοκινητήρες και λειτουργούν
στην αρχή της... μαγνητικής -ή, άλλης..-
άντωσης) εντείνουν το αίσθημα της
"φτηνής" παρουσίασης..
Συνολικά
οι ερμηνείες δεν βοηθούν ιδιαίτερα,
οπως του κουρασμένου Bruce Willis (εντάξει,
αφήστε τον άνθρωπο να ξεκουραστεί,
πρόσφερε πολλά στη 7η τέχνη..), ή της
ακατάλληλης Emily Blunt. Μόνο ο τυχοδιώκτης
Looper Seth, που τον υποδύεται ο σοβαρός
Joseph Gordon-Levitt διασώζει την παρτίδα...
Αυτό
πάντως, που ξεχωρίζει στο έργο, είναι
το τέλος του, που είναι εντελώς απρόσμενο
και ανατρεπτικό. Ίσως, μόνο για αυτό, να
δικαιολογείται ένα δίωρο παρακολούθησής
του.
-Aμερικανική ταινία, σκηνοθεσία Ράιαν Τζόνσον με τους: Μπρους Γουίλις, Τζόζεφ Γκόρντον Λέβιτ, Έμιλι Μπλαντ, Πολ Ντάνο
>>> ΔΕΙΤΕ ΤΟ:
[
LINK-1]
[
LINK-2]
[
LINK-3]
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το έτος 2072, όταν η μαφία θέλει να 'ξεφορτωθεί' κάποιον, τον στέλνει 30 χρόνια πίσω στο παρελθόν του, όπου τον περιμένει ένας εκτελεστής. Έτσι το πτώμα είναι αδύνατο να εντοπιστεί από τις Αρχές. Ο Joe (Joseph Gordon-Levitt) είναι ένας από τους καλύτερους εκτελεστές με εγγυημένη επιτυχία στην περάτωση των καθηκόντων του. Μέχρι τη μέρα που διαπιστώνει πως ο άνθρωπος που αποστέλλεται από το μέλλον, για να εκτελέσει, είναι ο μελλοντικός του εαυτός (Bruce Willis).
Δύσκολα θα είχε γυριστεί το «Looper» σε μεγάλο στούντιο με όρους υπερπαραγωγής. Κάποιος παραγωγός θα προέτρεπε τον Rian Johnson ευγενικά ("ή κάνεις αυτό που σου λέω ή θα φροντίσω από εδώ και στο εξής να γυρίζεις τηλεταινίες με γατιά και τον Tony Danza") να περάσει "στο ψητό". Και "στο ψητό" για τη μέση, τυπική υπερπαραγωγή δράσης, σημαίνει να προχωρήσει στα set pieces και να παρατήσει τα κομμάτια, που θα κάνουν - κατά τη γνώμη του παραγωγού - το κοινό να βαρεθεί. Δηλαδή όλα εκείνα που απαρτίζουν τη δραματουργία. Ακόμα όμως κι αν υποθέταμε ότι έκανε πίσω και έδινε στο Rian Johnson ελευθερίες που παρέχονται μόνο σε ονόματα όπως o Spielberg, ο Cameron και εσχάτως ο Nolan, σε καμία περίπτωση δε θα του επέτρεπε να παραβεί έναν αυστηρά απαράβατο κανόνα της βιομηχανίας, απεικονίζοντας κάτι, που, αν "το δείξεις στην ταινία σου, το κοινό δε θα σου το συγχωρέσει ποτέ".
Ευτυχώς ο Johnson γύρισε την ταινία υπό την αιγίδα της ανεξάρτητης Endgame Entertainments (με τη συνδρομή κινέζικων κεφαλαίων). Έτσι του δόθηκε η δυνατότητα να πλάσει πολυδιάστατους χαρακτήρες που φέρουν βάρος συναισθηματικό, να χαμηλώσει τους ρυθμούς προκειμένου να θεμελιώσει τις σχέσεις ανάμεσα τους, να εντάξει στο φιλμ του θεματικές, όπως εκείνη της ανατροφής και των συσχετισμών της με την παραγωγή του κακού, και να δοκιμάσει να εντυπωσιάσει το κοινό, όχι με ομοβροντία καλοσχεδιασμένου CGI, αλλά με την αφηγηματική του δεινότητα. Κι εκείνος παρέδωσε ένα συναρπαστικό φιλμ διαρκών ανατροπών και εκπλήξεων, στο οποίο η διάθεση του θεατή απέναντι στους ήρωες αλλάζει με συχνότητα... «Psycho» (Ψυχώ). Για τα "δάνειά" του από επιφανείς τίτλους του genre δεν ντρέπεται. Αλλιώς δε θα ονόμαζε Sarah τον χαρακτήρα της Emily Blunt, ούτε θα επιστράτευε τον Bruce Willis (βουβά σπαραχτικός στη σπουδαιότερη ερμηνεία του φιλμ), τοποθετώντας τον σε μια κατάσταση στην οποία έχει ξαναβρεθεί στο φιλμικό του παρελθόν.
Αν η ταινία δεν κατορθώνει τελικά να πλασαριστεί στο ίδιο σκαλί του βάθρου με εκείνες στις οποίες αναφέρεται, είναι επειδή στο αξιαγάπητα ουμανιστικό φινάλε η ελπίδα θριαμβεύει έναντι της απόλυτης δυστυχίας, που έχει προηγηθεί, μέσω μιας συζητήσιμης, συμβιβαστικής σεναριακής επιλογής, που μοιάζει τεχνητή παρά φυσική εξέλιξη των πραγμάτων. Το σημαντικό όμως είναι ότι ο Rian Johnson παραδίδει σε κάθε νέα του κινηματογραφική εξόρμηση μια ταινία καλύτερη από την προηγούμενη. Η μεγάλη του στιγμή ίσως να μην είναι μακριά.