Έτος 2029. Ο αστροναύτης Λίο Ντέιβιντσον ξεκινάμε το σκάφος του απο ένα διαστημικό σταθμό για μια αναγνωριστική αποστολή ρουτίνας, αλλά καταλήγει σε έναν πλανήτη όπου ομιλούντες πίθηκοι κυριαρχούν εις βάρος της ανθρώπινης φυλής. Ο Λίο θα ηγηθεί μιας ομάδας ανθρώπων-επαναστατών στον αγώνα τους να αποκτήσουν αξιοπρέπεια και ισότητα με τους πιθήκους.
TRAILER:
>>> ΔΕΙΤΕ ΤΟ:
Δείτε εδώ και εδώ
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η νέα χιλιετία έχει μπει για τα καλά και ο κόσμος έχει τουλάχιστον εικοσιπέντε χρόνια να ακούσει οτιδήποτε για εξωγήινα πιθήκια. Και τότε, μετά από μια εξουθενωτική διαφημιστική καμπάνια, το καλοκαίρι του 2001 ο Τιμ Μπαρτον παρουσιάζει στο αμερικάνικο κοινό το πολυαναμενόμενο νέο φιλμ του. Πρόκειται για το αμφιλεγόμενο remake του κλασσικού φιλμ επιστημονικής φαντασίας »Ο Πλανήτης των Πιθήκων».
Ο Τιμ Μπάρτον απομακρύνεται εντέχνως από την ατμόσφαιρα των κλασσικών φιλμ της δεκαετίας του 70 και προσδίδει στο μύθο των Πιθήκων το προσωπικό και ιδιαίτερο στυλ του. Αλλάζοντας τολμηρά το σενάριο της ιστορίας, αλλά παραμένοντας πιστός στα ηθικά διδάγματα του αυθεντικού φιλμ, ο διάσημος σκηνοθέτης παραδίδει ένα έργο που έχει προκαλέσει πολλές διαφωνίες ανάμεσα στους κριτικούς.
Κατά την άποψή μου, ο Μπάρτον δεν κατάφερε να προσφέρει τίποτα το καινούριο στον Πιθηκομύθο. Το αυθεντικό φιλμ του ’68 ήταν ένα από τα καλύτερα διαστημικά φιλμ όλων των εποχών και ένα ριμέικ δύσκολα θα μπορούσε να το »συμπληρώσει» κάπως, πόσο μάλλον να το ξεπεράσει. Και πράγματι, το φιλμ του Μπάρτον, παρά την μισοσκότεινη και αντισυμβατική συσκευασία του, παραμένει ένα απλοϊκό παιδικό παραμύθι σε κιτς περιτύλιγμα. Χωρίς βάθος και χωρίς να προσθέτει τίποτα το πρωτότυπο στην αρχική ιστορία, το φιλμ είναι μια αντιαισθητική παράθεση μαξιμαλιστικών σκηνικών και αποκρουστικών make-up που δύσκολα σε απορροφά.
Συμπερασματικά, δεν υπάρχει κανένας λόγος να παρακολουθήσεις το remake. Διότι, αν και δεν είναι »του πεταματού» σαν ταινία, διηγείται περίπου την ίδια ιστορία με το αξεπέραστο φιλμ του 1968, έχοντας για γαρνιτούρα διάφορες »Μπαρτονιές» που διόλου δεν ταιριάζουν στην απέρριτη ιδέα του »Πλανήτη των Πιθήκων».
Το καστ του φιλμ είναι εντυπωσιακό. Εκτός από την Έλενα Μπόναμ Κάρτερ, που είναι standard equipment σε κάθε ταινία του σκηνοθέτη, συμμετέχουν επίσης ο Μαρκ Γουόλμπεργκ, ο Τιμ Ροθ και ο Πωλ Τζιαμάττι. Το make-up είναι, αν και κακάσχημο, ιδιαιτέρως πειστικό, ενώ οι στολές των πιθήκων είναι από ενοχλητικές εως ανυπόφορες στο μάτι. Τέλος, οι χαρακτήρες είναι μάλλον επιφανειακοί σε σχέση με αυτούς του αυθεντικού φιλμ, με αποκορύφωμα τον πλήρως σατανικό στρατηγό Thade, ο οποίος ξεπερνά σε κενότητα ακόμη και τους διάφορους villains της Ντίσνευ.
Ο Τιμ Μπάρτον πάντοτε έλεγε πως η ταινία του δεν ήταν remake του αυθεντικού φιλμ, αλλά μια εντελώς νέα ιστορία βασισμένη στον κόσμο που έχτισε ο Pierre Boule με το βιβλίο του. Γι’ αυτό και το σενάριο είναι αρκετά διαφορετικό από αυτό της αυθεντικής ταινίας, αφού περιέχει διάφορα backround stories, προσωπικές φιλοδοξίες κάποιων πιθήκων, ερωτικά τρίγωνα, μάχες και άλλες παρόμοιες προσθήκες, άλλοτε πετυχημένες και άλλοτε αποτυχημένες. Η πιο κραυγαλέα διαφορά (βγαλμένη κατ’ ευθειαν από το βιβλίο) είναι στο τέλος της ιστορίας, όπου ο σκηνοθέτης παρουσιάζει μια εντελώς ανεξήγητη σκηνή που »καραφλιάζει» τον θεατή και τον προετοιμάζει για ένα σίκουελ που δεν ήρθε ποτέ.
Παρ’ όλες τις διαφορές όμως, το βαθύτερο μήνυμα της ιστορίας παραμένει το ίδιο. Γι’ αυτό και ο σκηνοθέτης, πάντοτε σεβόμενος τους βετεράνους του κινηματογράφου, δεν παρέλειψε να κάνει αρκετές αναφορές στο παλιό φιλμ, βάζοντας ένα πίθηκο να αναφωνεί »Get your stinking hands off me you damn dirty human», και επιστρατεύοντας τόσο τον Τσαρλτον Χέστον όσο και την Λίντα Χάρρισσον, οι οποίοι κάνουν από ένα σύντομο cameo στο φιλμ.