Το σενάριο του φιλμ θέλει μια παρέα πέντε κολλητών να συγκεντρώνεται ξανά, μετά από μια εικοσαετία μηδαμινής επικοινωνίας, με στόχο την ολοκλήρωση μιας θρυλικής… μπαρότσαρκας σε δώδεκα pubs (!), η οποία δεν επιτεύχθηκε στην εφηβεία τους (επειδή έγιναν κουρούμπελο…). Δυστυχώς, και αυτή η απόπειρα θα έχει κάποια ανεξέλεγκτα εμπόδια… από άλλο πλανήτη, όμως!
Η αποκάλυψη αυτής της… φανταστικής ανατροπής γίνεται αρκετά απότομα (χωρίς να έχει δουλέψει το σασπένς) και λίγο νωρίτερα απ’ όσο έπρεπε, έχοντας μάλιστα αναλώσει τον περισσότερο χρόνο τού πρώτου μισού τού «The World’s End» σε διαπροσωπικές λεπτομέρειες γύρω από το παρελθόν των ηρώων, οι οποίες πλατειάζουν ή κάπου επαναλαμβάνονται. Και δεν έχουν καν τόση πλάκα! Με το που αντιλαμβάνεσαι ότι αυτή η μικρή πόλη θυμίζει το μυστικό του… «Invasion of the Body Snatchers» και με το αλκοόλ να ρέει όλο και περισσότερο, η ταινία ξεφεύγει προς το σουρεάλ και λειτουργεί καλύτερα, έχοντας την υποστήριξη μιας απίστευτης συλλογής από επιτυχίες της Brit σκηνής των τελών της δεκαετίας του ’80 και των αρχών του ’90, οι οποίες, ενίοτε, καταφέρνουν να σχολιάζουν και τη δράση του φιλμ (με αποκορύφωμα το… στιχουργικό κλου από το «Left to My Own Devices» των Pet Shop Boys!). Οι freaks της pop κουλτούρας θα κάνουν party και η σκηνή στο club, υπό τους ήχους του «Step Back in Time» της Κάιλι Μινόγκ, γράφει ιστορία.
ΔΕΙΤΕ ΤΟ:
[
LINK-1]
[
LINK-2]
[
LINK-3]
ΚΡΙΤΙΚΗ - ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Σαραντάρης με καρδιά εφήβου, αρνούμενος να δεχτεί τις συμβάσεις που επιτάσσει η «ομαλή ένταξη» στην κοινωνία, επιδιώκει reunion της σχολικής του παρέας με στόχο να επαναλάβουν την πιο αξέχαστη νύχτα των νιάτων τους. Το σχέδιο είναι να ολοκληρώσουν αυτό που δεν κατάφεραν τότε, δηλαδή να επισκεφτούν για μπύρα και τις δώδεκα παμπ της γενέτειράς τους μέσα σε ένα βράδυ, με την παμπ-γραμμή λήξης του μαραθωνίου τους να φέρει, ευφυώς, την ονομασία «The world’s end»…
Περίπου στα πρώτα σαράντα λεπτά, αρχίζει να «στριμώχνεται» δεξιοτεχνικά στο (ήδη απολαυστικότατο) στόρι μια εξωγήινη εισβολή που προορίζεται να κάνει το όνομα της παμπ κυριολεκτικό και να μεταμορφώσει την ταινία σε ένα αξιοπρεπέστατο κλείσιμο μιας τριλογίας που δεν θα ξεχαστεί γρήγορα. Οι δημιουργοί των «Shaun of the dead» και «Hot fuzz» επιστρέφουν με όλο το απαιτούμενο κέφι και την έμπνευση για να παραμείνουν πιστοί στο πνεύμα των δύο προηγούμενων ταινιών τους και να παραδώσουν άλλη μία ισάξιά τους κωμωδία.
Για μία ακόμη φορά λοιπόν, υπάρχει ξεκαρδιστικό χιούμορ, ο γνωστός ενθουσιώδης σκηνοθετικός ρυθμός και ένα αληθινά απολαυστικό επιτελείο ηθοποιών, με τον κορυφαίο Simon Pegg να εντυπωσιάζει από τα πρώτα δευτερόλεπτα της εμφάνισής του χάρη στο αξιοθαύμαστο κωμικό ταλέντο του. Παραδοσιακά, ο συνδυασμός (περισσότερο για τέτοιον πρόκειται, παρά για διακωμώδηση) άλλων ειδών με την κωμωδία –εδώ alien invasion movies- λειτουργεί άκρως ψυχαγωγικά. Περιέργως πάντως, πρόκειται για τη λιγότερο βίαιη από τις τρεις ταινίες, με το μόνο αίμα που απεικονίζεται να είναι… μπλε.
Ένα βασικό πρόβλημα του φιλμ είναι πάνω-κάτω το ίδιο που προσωπικά εντόπισα και στα δύο προηγούμενα της τριλογίας. Η κωμική του δύναμη ελαττώνεται σχετικά όσο πλησιάζει προς το φινάλε του, αυτή τη φορά όμως όχι τόσο επειδή υποσκιάζεται από το περιπετειώδες στοιχείο, όσο λόγω μιας αφέλειας που την εμποδίζει να φτάσει το επίπεδο που διατηρούσε μέχρι τότε.
Αν τα όποια μικροπροβλήματα πάντως ενδέχεται να χαμηλώσουν προσωρινά τον ανέλπιστα υψηλό πήχη του fun, δεν επηρεάζουν επί της ουσίας την τελική επίγευση. Κι αυτό γιατί η ταινία, πέρα από τη θετική της ενέργεια που σε κρατά με ένα αβίαστο χαμόγελο στα χείλη για 110 λεπτά, διαθέτει ένα σταθερό εσωτερικό νοηματικό υπόβαθρο. Ακόμα κι αν η προσπάθειά της να το υποστηρίξει γίνεται λίγο απλοϊκή στο φινάλε, αυτό υπάρχει και το μήνυμα που μεταφέρει είναι τουλάχιστον ευπρόσδεκτο. Και δεν είναι άλλο από την ίδια τη στάση που –ανώριμα, μα ειλικρινά- κρατά ο ήρωας/αντιήρωας του Pegg. Όπως επανειλημμένα αναφέρει κι ο ίδιος, το μόνο που θέλει είναι να περνά καλά. Στόχος δηλαδή της ζωής (ειδικά και γενικά) είναι η ευτυχία, μέσα από την ουσιαστική ελευθερία και όχι με τη σημασία που της δίνει ο συμβατικός τρόπος ζωής που έχει επιβάλλει η κοινωνία. Ο Pegg, προσπαθώντας να επιστρέψει στη μόνη εποχή της ζωής του που στ’ αλήθεια είχε περάσει καλά, αυτή των νιάτων του (πριν αισθανθεί ολότελα ξένος σε μια κοινωνία όπου αδυνατεί να ενταχθεί), δείχνει εκκεντρικός και απροσάρμοστος, σε βαθμό γελοιότητας. Το αξιοσημείωτο εδώ όμως είναι το πόσο γελοίοι φαντάζουν επίσης οι «ώριμοι» φίλοι του, με τους δυσλειτουργικούς γάμους τους, τα «σοβαρά» γραφεία τους, τα καλοσιδερομένα κουστούμια τους και τα Bluetooth που έχουν γίνει μόνιμη προέκταση του αυτιού τους. Μια έμμεση κριτική του τρόπου που η κοινωνία έχει αλλοιώσει την αγνή έννοια της ευτυχίας και, γιατί όχι, της ζωής. Μάλιστα, οι ίδιοι οι εξωγήινοι-«κατακτητές» παρουσιάζονται ως οι υπεύθυνοι για την τεχνολογική μας ανάπτυξη –που φυσικά είναι άμεσα συνδεόμενη με τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Σαν να χαρακτηρίζεται ο τελευταίος ως ξένος, μη φυσιολογικός, επιβαλλόμενος. Και σίγουρα όχι «αγνός», όπως αυτός που αποζητά ο πρωταγωνιστής και που, κατ’ επέκταση, έχει ανάγκη η ανθρωπότητα.
Με λίγα λόγια, πρόκειται για το ιδανικό κλείσιμο μιας αγαπημένης τριλογίας, το οποίο προσφέρει «από καρδιάς» αληθινό κέφι. Όπως και οι προκάτοχοί του «Shaun of the dead» και «Hot fuzz», δεν προσπαθεί να γίνει κάτι περισσότερο από αυτό που είναι και δεν κρύβει τα ελαττώματά του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί να εσωκλείει ουσία και να έχει κάτι (πολύ) ενδιαφέρον να πει. Κακά τα ψέμματα όμως. Πάνω απ’ όλα, βλέποντάς το περνάς απλά… γαμάτα. End of story.
Related Posts