Μια ομάδα δημοσιογράφων αναλαμβάνει μια αποστολή αναζήτησης κανιβάλων στον Αμαζόνιο για τους σκοπούς ενός ντοκυμανταίρ. Η εξαφάνισή της αναγκάζει το τηλεοπτικό δίκτυο να στείλει ειδικό επιτελείο διάσωσης στα ίχνη της: Τα μόνα απομεινάρια που εντοπίζονται είναι ένας σκελετός και τα ρολό των ταινιών που έχει κινηματογραφηθεί. Η συνέχεια θα δοθεί σε μια σκοτεινή αίθουσα προβολής, όπου οι υπεύθυνοι του καναλιού καλούνται να πάρουν απόφαση αν οι καταγεγραμμένες σκηνές μπορούν να προβληθούν στην τηλεόραση…
Από την εισαγωγή της ταινίας μας παραπέμπει ευθέως σε snuff film καθώς αποτελεί αποσπάσματα βιντεοσκοπήσεων που ανακαλύπτει ένας ανθρωπολόγος σε αναζήτηση κάποιων ερευνητών που θα έκαναν ένα ντοκιμαντέρ για δύο φυλές ιθαγενών στην ζούγκλα του Αμαζονίου και οι οποίοι κατέληξαν κυριολεκτικά στο τραπέζι των ιθαγενών.
Η ταινία είχε αρκετά αληθοφανείς σκηνές ώστε ο Deodato να χρειαστεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του στα δικαστήρια, παρουσιάζοντας τους ίδιους τους ηθοποιούς για να πείσει ότι δεν ήταν νεκροί.
Στην ταινία παρόλα αυτά υπάρχουν και οι αληθινές δολοφονίες ζώων, μεταξύ των οποίων 2 μαϊμούδες και 1 χελώνα, τα οποία αν και δόθηκαν στους ιθαγενείς για φαγητό έχουν οδηγήσει τον Deodato να κάνει δηλώσεις μετάνοιας για αυτές τις σκηνές.
Πρόκειται δηλαδή για μια snuff movie.
ΙΝFO: snuff movie: ταινία στην οποία λαμβάνουν χώρα πραγματικοί βιασμοί, δολοφονίες, τεμαχισμοί σωμάτων, βασανιστήρια, και διακινείται μέσω παράνομων κυκλωμάτων. Ως θύματα αναφέρονται συνήθως γυναίκες και παιδιά ασιατικής καταγωγής, πόρνες, λαθρομετανάστες. Στις μέρες μας αυθεντικό snuff θεωρείται το φιλμ στο οποίο ο/η/οι «πρωταγωνιστές» θανατώνονται στο τέλος, με πιο διάσημη πρόσφατη περίπτωση τις βιντεοταινίες που είχε γυρίσει για ιδιωτική χρήση ο Βέλγος Ντιτρού (ο γνωστός από την υπόθεση βιασμών και δολοφονιών ανήλικων παιδιών) αντίτυπα των οποίων διακινούνται πλέον ανά την υφήλιο από χέρι σε χέρι.
TRAILER:
Είναι σκληρή η ταινία; Ναι, είναι. Περιέχει πολλές σκληρές σκηνές. Συμβουλή για όσους θελήσουν να τη δούν, να μην έχουν φάει πρώτα.
Είναι ρεαλιστική η ταινία; Ναι, είναι. Στο σύνολο τους οι σκηνές βίας είναι πολύ ρεαλιστικές. Αν αναλογιστεί κανείς το πότε γυρίστηκε το φίλμ και το πενιχρό μπάντζετ του, το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό. Πολλές σύγχρονες ταινίες έχουν να ζηλέψουν το εν λόγω φίλμ.
Είναι τρομαχτική η ταινία; Αυτό εξαρτάται κυρίως από το πόσο εύκολα φοβάται κάποιος. Προσωπικά δε τρόμαξα παρά ελάχιστα. Έχει βέβαια αρκετές σκληρές σκηνές βίας το φίλμ, αλλά αυτό από μόνο του δε φτάνει για να "τρομοκρατήσει" το θεατή, καθώς του λείπει ο ρυθμός και η ένταση.
Έχει ουσία η ταινία; Από τέτοιου είδους ταινίες φυσικά δε περιμένεις φιλοσοφικές αναζητήσεις, αλλά κάθε φιλμ πρέπει να έχει ένα σκοπό. Σκοπός του φίλμ είναι να μας τρομοκρατήσει από τη μία και να μας προβληματίσει για την ηθική της κοινωνίας μας. Ποιοι είναι οι αληθινοί κανίβαλοι; Εμείς οι εκπρόσωποι του δυτικού "πολιτισμένου" κόσμου ή οι φτωχοί ιθαγενείς που παλεύουν κάθε μέρα για την επιβίωση.
Αξίζει να δει κανείς τη ταινία; Εξαρτάται από τα γούστα του καθενός. Ο λόγος που προτείνω να τη δει κάποιος είναι κυρίως από ενδιαφέρον και περιέργεια για μια ταινία- ορόσημο του είδους και που επηρέασε σημαντικά τη κατηγορία που ανήκει. Τη τεχνική της ακολούθησαν (και ακολουθούν) αρκετές ταινίες του Χόλιγουντ, όπως π.χ. τα Blair Witch Project και Cloverfield.
Υ.Γ. Ντροπή σε όλα τα μέλη του συνεργείου, του καστ και της παραγωγής που συμμετείχαν σε αληθινές πράξεις βίας πάνω σε ζώα. Μετά τη κυκλοφορία της ταινίας είχαν νομικά προβλήματα, αλλά πιστεύω ότι πρέπει αυτά που έκαναν στα κακόμοιρα ζώα, να τους στοιχειώνουν σε όλη τους τη ζωή.
>>> ΔΕΙΤΕ ΤΟ:
[
LINK-1] - [
LINK-2]
ΚΡΙΤΙΚΗ - ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
[από:cine.gr]
O Deodato προσπερνά τα όρια της συμβατικότητας. Για αρχή, οι ρεπόρτερ κατακρεουργούν ανυπεράσπιστα ζώα, σε μια επίδειξη πρωτοφανούς για τα κινηματογραφικά χρονικά κτηνωδίας. Ένας βόας ξεκοιλιάζεται, ένας πίθηκος και μια χελώνα αποκεφαλίζονται με τα άκρα τους να τινάζονται με σπασμούς μπροστά στην κάμερα, καθώς οι δολοφόνοι τους παίζουν χαρούμενα με τα κεφάλια… Είναι snuff; Σαφώς ναι. Σε αντίθεση με τον Lenzi στο Cannibal Ferox που χρησιμοποιεί ειδικά εφέ και σκηνές από ντοκυμανταίρ για τις θανατώσεις ζώων, ο Deodato βάζει τους απάνθρωπους πρωταγωνιστές του να κάνουν τη δουλειά. Φρικτό, σίγουρα, αλλά και απαγορευμένο; Όχι. Η ζωοκτονία δεν θεωρείται αδίκημα στην Ιταλία, σε αντίθεση με την προβολή της: Κατά συνέπεια η ταινία δεν βγήκε στα σκοτάδια των αιθουσών της γείτονος χώρας (παρά μόνο χρόνια αργότερα σε περιορισμένο κύκλο αιθουσών), κάτι που ο σκηνοθέτης γνώριζε εκ των προτέρων πολύ καλά ότι θα συμβεί. Ωστόσο πρωταρχικός του στόχος δεν ήταν η εμπορική εκμετάλλευση της δουλειάς του, αλλά η όσο το δυνατόν ισχυρότερη πρόκληση σοκ στο κοινό. Ένα κοινό που έχοντας δει τον αληθινό θάνατο επί της οθόνης, είναι πλέον έτοιμο να πιστέψει ό,τι του προσφερθεί στη συνέχεια.
Αυτή η συνέχεια δεν θα είναι καθόλου όμορφη. Στην πιο διάσημη σκηνή του φιλμ, μια ιθαγενής βιάζεται τόσο με φυσικά όσο και με τεχνητά (…) μέσα, για να καταλήξει τελικά ανασκολοπισμένη στη μέση του χωριού της. Ένα χωριό που πυρπολείται, ενώ περισσότερες γυναίκες βιάζονται, κι άλλοι ιθαγενείς δολοφονούνται. Όλα για χάρη της «δημοσιογραφίας», μιας και οι «ρεπόρτερ» κινηματογραφούν τα αποτελέσματα της βαρβαρότητάς τους για να τα παρουσιάσουν ως συνέπεια της επιδρομής κάποιας γειτονικής φυλής. Ο Deodato αντιστρέφει τους όρους, αντιστοιχώντας στο έργο του την ασυδοσία του ανεπτυγμένου κόσμου απέναντι σε κάθε απολίτιστο και ξένο προς αυτόν στοιχείο, σε μια σαφή προσπάθεια απενοχοποίησης των σκηνών που θα ακολουθήσουν. Και είναι λογικό αυτές οι σκηνές να είναι πιο φρικιαστικές από όσες έχουν προηγηθεί, μιας και οι ιθαγενείς επιστρέφουν και –με το δίκιο τους- είναι πολύ τσατισμένοι…
Έτσι στο τελευταίο μέρος του φιλμ, δύο από τα τέσσερα μέλη της αποστολής πέφτουν στα χέρια τους για να μετατραπούν σε μεσημεριανό έδεσμα, αφού πρώτα υποστούν on camera ευνουχισμό. Οι εικόνες κρεατοφαγίας εκτός από ιδιαιτέρως ενοχλητικές, διαρκούν και εξαντλητικά μεγάλο χρονικό διάστημα, μετατρέποντας τις στομαχικές ενοχλήσεις σε επιτακτική ανάγκη χρήσης οποιασδήποτε σακούλας είναι ευκολότερα προσβάσιμη. Οι προσωρινά διασωθέντες ρεπόρτερ καταγράφουν τα τεκταινόμενα κρυμμένοι πίσω από δέντρα και θάμνους, προσυπογράφοντας τη θανατική τους καταδίκη: Γίνονται αντιληπτοί, η κάμερα ακολουθεί τους τρελούς ρυθμούς της προσπάθειας διαφυγής τους, πέφτει στο χώμα. Δευτερόλεπτα αργότερα, μπροστά στο φακό της, σωριάζεται το ματοβαμμένο κεφάλι και του τελευταίου θύματος. Απότομο κόψιμο.
Είναι όλα αυτά snuff υλικό; Ευτυχώς όχι. Ωστόσο είναι η μόνη προσπάθεια αποτύπωσης ανθρώπινων βασανισμών και δολοφονιών που αγγίζει τόσο πολύ τα όρια του αληθινού. Η εντυπωσιακή δουλειά του φωτογράφου Sergio D`Offizi και του υπεύθυνου για τα εδικά εφέ Vincenzo Tomassi ανάγκασαν τον Deodato να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία στο δικαστήριο για την μη αυθεντικότητα των σκηνών του. Εκεί αποκαλύφθηκε ότι για την –προαναφερθείσα- σκηνή στην οποία η ιθαγενής διαπερνάται από ένα τεράστιο παλούκι, τα μόνα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν στην πραγματικότητα ήταν μια σέλα ποδηλάτου ως βάση, ένα μακρύ κομμάτι ξύλου που προεξείχε από το στόμα της «ηθοποιού», φυσικό βοδινό αίμα και κομμάτια χοιρινού κρέατος… Αποδείχτηκε ακόμη, ότι οι σκηνές που προβάλλονται στην αρχή της ταινίας ως παλιότερο ρεπορτάζ του δημοσιογραφικού τιμ, περιλαμβάνει αυθεντικά αποσπάσματα από ντοκυμανταίρ γυρισμένα στην Αφρική, με εικόνες εκτελέσεων αντικαθεστωτικών και στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Παρά τις αλλεπάλληλες δικαστικές αθωώσεις του σκηνοθέτη, αρχές και κριτικοί επανέρχονταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα με νέες κατηγορίες. Στην πιο πρόσφατη εξ’ αυτών, το 1993, η Αγγλική επιτροπή κινηματογραφικής ηθικής (δηλ. λογοκρισίας) ισχυρίστηκε ότι η παραγωγή είχε χρηματίσει μια ομάδα ιθαγενών για να σκοτώσει έναν από τους πρωταγωνιστές on camera. Μια άκρως γελοία κατηγορία που αποκρούστηκε με ευκολία, μιας και ο συγκεκριμένος ηθοποιός όχι μόνο ήταν ζωντανός, αλλά είχε συμμετάσχει και στο Cannibal Ferox δύο χρόνια αργότερα…
Είναι ωστόσο δικαιολογημένος ο ντόρος που κατόρθωσε να προκαλέσει η ταινία γύρω από το όνομά της; Αναμφίβολα ναι. Από όσα έχουν ήδη αναφερθεί, εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι αυτή η «φιλμική εμπειρία» δεν μπορεί να συγκριθεί με καμία άλλη, και μπορεί να παραμείνει ενοχλητική ακόμη και πολύ καιρό μετά τη βίωσή της. Οι σκηνές που πραγματεύεται δεν είναι απλά ανατριχιαστικές, αλλά ανταποκρίνονται απόλυτα στον όρο του shock cinema μέσα από την αληθοφάνειά τους, η οποία δεν μπορεί να ξορκιστεί όσα «είναι απλά μια ταινία» και αν ξεστομίσει κανείς. Το σενάριο του Gianfranco Clerici είναι ευφυέστατο μέσα στην αρρώστιά του, ενώ ακόμη και οι ηθοποιοί δεν θα μπορέσουν ποτέ να αποβάλλουν από πάνω τους το στίγμα του σαδισμού, ιδίως εξαιτίας της οικειοθελούς θανάτωσης ζώων.
Hannibal Holocaust, ένα θέαμα έκπτωσης των ανθρώπινων ηθών τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη, το πιο αποκρουστικό δείγμα ακραίου (extreme) σινεμά που έχει δει ποτέ το φως της παραγωγής. Με την ανάμειξη snuff «τεχνοτροπίας», κατόρθωσε να εφεύρει ένα νέο υποείδος τρόμου που επιχείρησαν να αντιγράψουν / μεταλλάξουν / αλλοιώσουν πολλοί με πενιχρά αποτελέσματα. Γεγονός αναμενόμενο, από τη στιγμή που κανείς άλλος δεν τόλμησε να προσπεράσει τα όρια της ευπρέπειας όσο ο Deodato, του οποίου η τάση για ανίερη ασέβεια είχε διαφανεί από το πρώιμο Ultimo Mondo Cannibal, την πρώτη ταινία με κανίβαλους της καριέρας του. Με το Cannibal Holocaust έφτασε στο απόγειο της φήμης του, που τράφηκε συν τοις άλλοις από τις αλλεπάλληλες απαγορεύσεις κυκλοφορίας και τις αδυσώπητες περικοπές λογοκρισίας, μετατρέποντας το φιλμ εκτός από cult και σε σπάνιο συλλεκτικό υλικό.
Στις μέρες μας, ολοκληρωμένα αντίτυπα του φιλμ ενοικιάζονται μόνο στην Ιαπωνία και σε ελάχιστες χώρες της Ευρώπης (Ολλανδία, Δανία, Φινλανδία μερικές απ’ αυτές), με την εταιρία παραγωγής ωστόσο να ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει νέα uncut έκδοση ανά την υφήλιο σε DVD. Στη χώρα μας η ταινία μπορούσε να εντοπιστεί πριν από μερικά χρόνια σε ελάχιστα βίντεο κλαμπ, με VHS εκδόσεις που ποίκιλλαν από την περισσότερο λογοκριμένη Αγγλική version με 30 λεπτά (!) κομμένων σκηνών, ως και την –χωρίς υπότιτλους- αψαλίδιστη έκδοση. Η τελευταία είχε εντοπιστεί από φίλο του υπογράφοντα πριν από οκτώ χρόνια σε κάποιο βίντεο κλαμπ του Περιστερίου. Έκτοτε η τύχη της αγνοείται. Ίσως να είναι και καλύτερα έτσι. Γιατί προσωπικά, όσο χιλιόμετρα gore φιλμ και αν έχουν παρακολουθήσει τα άμοιρα μάτια μου, δεν θα ήθελα σε καμία περίπτωση να βρίσκομαι σε ακτίνα μικρότερη των 2 μιλίων με κάποιον που μπορεί να υποστηρίξει ότι διασκέδασε ένα τέτοιο θέαμα. Γράφοντας το κείμενο αυτό, μου έρχονται στο νου οι επίπονες προσπάθειες να κρατήσω το βλέμμα μου στην οθόνη παρακολουθώντας μόνος μου την ταινία, και αυτό για να αποδείξω ένας-Θεός-ξέρει-τι σε έναν φίλο που είχε διακόψει τη δική του ατομική προβολή στα 20 πρώτα λεπτά. Βέβαια στην ηλικία των δεκαεπτά πολλά μπορούν να συγχωρεθούν…
Χρωστάω ακόμη κάτι τελευταίο από το εισαγωγικό σημείωμα. Θα απορήσατε πώς μπορούν να εμπλέκονται σε όλη αυτή την ιστορία οι Ιάπωνες. Και σας ρωτάω: Μετά από όλα όσα διαβάσατε, θα μπορούσατε ποτέ να εμπιστευτείτε έναν λαό που έχει το συγκεκριμένο φιλμ στην top-10 λίστα των ενοικιάσεων ταινιών τρόμου όλων των εποχών; Και μάλιστα όταν αυτή κυκλοφορεί σε uncut έκδοση; Δεν το νομίζω. Πάντως, θυμάμαι, υπήρχε μια εποχή που συνήθιζαν να κάνουν χαρακίρι για λόγους ευθιξίας. O tempora, o mores…
Related Posts