Δύο ανυποψίαστοι Αμερικάνοι, ο Τζέρι Σο (Σάια ΛαΜπεφ), ένας αργόσχολος νέος και η Ρέιτσελ Χόλομαν (Μισέλ Μόναχαν), μια ανύπαντρη μητέρα, βρίσκονται ξαφνικά μπλεγμένοι στα δίχτυα μιας απίστευτης συνομωσίας, με βασικό τους εχθρό το χρόνο… Πίσω από την τεράστια αυτή σκευωρία κρύβεται…η φωνή μιας άγνωστης γυναίκας, την οποία ποτέ τους δεν έχουν γνωρίσει. Για κακή τους τύχη όμως, εκείνη μοιάζει να γνωρίζει την κάθε τους κίνηση και έτσι τους παγιδεύει όλο και περισσότερο, χρησιμοποιώντας όλα τα τεχνολογικά μέσα της καθημερινότητάς τους.
Έτσι, οι δύό τους καταλήγουν να είναι οι πλέον «περιζήτητοι» καταζητούμενοι, έρμαια ενός διαβολικού σχεδίου, φυλακισμένοι σε ένα «κελί», να αγωνίζονται να σωθούν και να εμποδίσουν το χάος που πρόκειται να προκληθεί.
Γυρισμένη επτά χρόνια μετά την 9/11, πολλά και πειστικά έχουν γραφτεί για την πιθανότητα οι τρομοκρατικές επιθέσεις να ήταν μία δουλειά εκ των έσω. Μάλιστα, το ίδιο σενάριο θέλει τους περιβόητους αεροπειρατές να ήταν είτε αμερικανοί πράκτορες είτε απλώς θύματα που παγιδεύτηκαν με ψεύτικα στοιχεία. Περιττό να συμπληρώσουμε ότι αυτές οι... αιρετικές απόψεις αρθρωμένες σε αμερικάνικο έδαφος αποτελούν ανάλογο της εσχάτης προδοσίας.
Το «Eagle Eye» ξεκινά με παρόμοια ιδέα. Αλλά όσοι σπεύσουν να τσιμπηθούν αναλογιζόμενοι την πιθανότητα μία αμερικάνικη παραγωγή να κάνει νύξεις έστω κι ακροθιγώς για τόσο φλέγοντα θέματα (που ακόμα βράζουν ελέω πολέμου κατά της τρομοκρατίας), καλό θα είναι να περιμένουν τη συνέχεια. Μία συνέχεια η οποία διατηρεί μία εγρήγορση δεδομένων των πολλών σκηνών δράσης-καταδίωξης όπου γίνεται σωστός χαμός. Η λύση όμως στο μυστήριο είναι γνώριμη από προηγούμενες δεκαετίες, με τις όποιες αναγκαίες παραλλαγές,. Το ότι η τεχνολογία δεν είναι πανάκεια και ό,τι από φάρμακο δύναται να μετατραπεί σε φαρμάκι το ξέρουν κι όσοι έχουν δει μόνο «Terminator» και δε χρειάζεται να επιστρατευτεί ο Spielberg σε ρόλο executive producer για να τους το υπενθυμίσει. Αλλά όταν σπρώχνονται χρήματα, ο λόγος των παραγωγών είναι αυτός που μετράει, με τα αποτελέσματα να ανήκουν στην κατηγορία των ευκόλως εννοούμενων.
TRAILER:
Συνωμοσιακό θρίλερ με υποσχόμενη αρχή και νευρώδες τάιμινγκ, το οποίο γρήγορα ξεφουσκώνει εξαιτίας της υπερβολής και της αφέλειας. Διαθέτει μερικές θεαματικές σκηνές, αλλά ένα αμήχανο φινάλε, το οποίο κάνει εκνευριστικότερο η καταγγελτική, πλην όμως πατριωτικά περήφανη, πρόθεσή του.
>>> ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ: [
LINK-1] - [
LINK-2]
ΚΡΙΤΙΚΗ:
Η ιδέα για μια ταινία που να εστιάζει στη φοβερή δύναμη της «πανοπτικής» τεχνολογίας, είχε γεννηθεί πριν από αρκετά χρόνια στον παραγωγό Στίβεν Σπίλμπεργκ και μάλιστα, προγραμμάτιζε να τη σκηνοθετήσει ο ίδιος. Οι απαιτήσεις όμως του 4ου Indiana Jones (Indiana Jones and the Kingdom of the Crystal Skull) ανέτρεψαν τα αρχικά του σχέδια και στο τιμόνι της ταινίας επελέγη ο Ντ. Τζ. Καρούζο, καθώς η δουλειά του είχε ήδη εκτιμηθεί από τον Σπίλμπεργκ, από την εποχή του γύριζε για λογαριασμό της Dreamworks SKG την ταινία Disturbia με πρωταγωνιστή κι εκεί τον Σάια ΛαΜπεφ. Σχολιάζει ο σκηνοθέτης Ντ. Τζ. Καρούζο «Υπάρχει πάντοτε το άγχος πως πρόκειται για μια ιστορία που δούλευε για καιρό ο Στίβεν. Αλλά εκείνος με έκανε να νιώσω πολύ άνετα. Μου τόνισε πως το σημαντικό είναι ο δημιουργός να κάνει την ταινία δική του. Μάλιστα μου είπε «Πάρε αυτήν την ιδέα και κάνε την δική σου!». Με εμπιστεύτηκε πλήρως. Απόλαυσα μια εξαιρετική συνεργασία.»
• Το βασικό ερώτημα στο οποίο εστιάζει η ταινία είναι: Από τη στιγμή που η τεχνολογία μας περιβάλλει από παντού και είμαστε άμεσα εξαρτημένοι από αυτήν, τι θα γινόταν άραγε εάν στρεφόταν ανεξέλεγκτα εναντίον μας; Την ιδέα αυτή την εξέλισσε επί πολλά χρόνια ο Σπίλμπεργκ καθώς δεν ήθελε να είναι άλλη μια ταινία επιστημονικής φαντασίας... Το πλήρωμα του χρόνου ήρθε, η τεχνολιγία έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας σε σημείο που ο Μεγάλος Αδελφός να κάνει την εμφάνισή του, οπότε πλέον ήταν η κατάλληλη στιγμή για μια τέτοια τανία. Ένας εκ των σεναριογράφων/παραγωγών, ο Άλεξ Κούρτζμαν σχολιάζει «Το ιδανικό για τον Στίβεν θα ήταν, βγαίνοντας οι θεατές από τον κινηματογράφο να κλείνουν, τρομοκρατημένοι, τα κινητά τους.» Κάτι που θυμίζει έντονα τον ανάλογο τρόμο που ένιωθαν οι θεατές το 1975 με την ταινία του Σπίλμπεργκ Jaws.
• Ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Σάια ΛαΜπεφ (ο οποίος μέσα σε 3 χρόνια αφότου ξεκίνησε την καριέρα του σε ηλικία μόλις 19 ετών, ωρίμασε τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά κατά γενική ομολογία των συνεργατών του) είναι «ο τύπος που απολαμβάνει την ελευθερία του και δεν πιστεύει ούτε πως πρέπει απαραιτήτως να πάει κανείς στο Πανεπιστήμιο ούτε πως πρέπει κανείς να ακολουθεί όσα η κοινωνία επιτάσσει. Εξερευνά τα όριά του και προσπαθεί να μάθει τον εαυτό του και τι πραγματικά θέλει να κάνει στη ζωή του. Το εντελώς αντίθετο από τον επιτυχημένο και κατασταλαγμένο δίδυμο αδελφό του. Και ξαφνικά καλείται να τα βγάλει πέρα μέσα σε μιάμιση μέρα με γεγονότα που πολύ γρήγορα τον κάνουν από παιδί, άντρα» επισημαίνει ο ηθοποιός.
• Η ηθοποιός Μισέλ Μόναχαν είχε ήδη δώσει τα διαπιστευτήριά της στους παραγωγούς από την εποχή που συμμετείχε στην ταινία Mission Impossible III, οπότε και η επιλογή της για το ρόλο της μητέρας που κάνει τα πάντα για να σώσει τη ζωή του παιδιού της μη ξέροντας ποιον και τι να εμπιστευτεί, ήταν εύλογη.
• Στο ρόλο του πράκτορα του FBI Τόμας Μόργκαν που τους καταδιώκει, βρίσκουμε τον Μπίλι Μπομπ Θόρντον, ο οποίος είναι, κατά δήλωση του σκηνοθέτη, ένας από τους πλέον δυναμικούς, αστείους και ασυνήθιστους ανθρώπους που έχει ποτέ του γνωρίσει. Σχολιάζει ο ηθοποιός για το ρόλο του «Είμαι ο καλός της υπόθεσης, αν και αρχικά θα με μισήσει το κοινό επειδή καταδιώκω τον Τζέρι και τη Ρέιτσελ.»
• Στο πλευρό του Μόργκαν βρίσκουμε την ειδική πράκτορα Περέζ που υποδύεται η Ροζάριο Ντόσον. Η παραγωγή έψαχνε μια ηθοποιό που θα μπορούσε να σταθεί δίπλα στον Μπίλι Μπομπ Θόρντον και η Ροζάριο Ντόσον ήταν η ιδανική επιλογή.
• Βασική επιδίωξη του σκηνοθέτη ήταν η δράση να είναι ρεαλιστική και ο θεατής να αγωνιά πραγματικά για την τύχη των ηρώων. Έτσι, οι πρωταγωνιστές είναι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι με τους οποίους πολύ εύκολα ταυτίζεται κανείς, ενώ ταυτόχρονα η δράση, αν και καταιγιστική, είναι απόλυτα ρεαλιστική, αφού τα αυτοκίνητα πράγματι καταστρέφονται και οι ανατινάξεις λαμβάνουν χώρα στην πραγματικότητα.
Ο σκηνοθέτης είναι «απλώς» εκεί και τα καταγράφει, ακολουθώντας την «παλαιά» σχολή τύπου The French Connection. Αλλά και αναφορικά με τα θέματα που αφορούσαν στις ανακρίσεις, αλλά και σε στρατιωτικές έρευνες, τόσο το Υπουργείο Αμύνης (χάρη στο οποίο έγιναν γυρίσματα στο Πεντάγωνο) όσο και ένας απόστρατος πράκτορας του FBI προθυμοποιήθηκαν να συμβάλλουν με τις γνώσεις τους ώστε ακόμα και αυτές οι σκηνές να μοιάζουν αληθινές, καθώς το κοινό, λόγω της υπερέκθεσης που έχει από τα ΜΜΕ, είναι λίγο πολύ εξοικειωμένο ακόμα και με θέματα υψίστης ασφαλείας. Επιπλέον, εν ενεργεία στρατιωτικοί παίρνουν μέρος στην ταινία ως κομπάρσοι δίνοντας ακόμα περισσότερη αληθοφάνεια στο όλο εγχείρημα.