Ένας τίτλος που σημάδεψε το horror της δεκαετίας του ’80 και έδωσε την ευκαιρία στον Clive Barker να δοκιμάσει τις σκηνοθετικές του ικανότητες. Δεν ήταν η πρώτη φορά που μια ιστορία του Barker θα λειτουργούσε σαν σενάριο (Underworld και Rawhead Rec προηγήθηκαν) αλλά όπως ήταν αναμενόμενο ο Barker δεν εκτίμησε ιδιαίτερα πλήρως το τελικό αποτέλέσμα. Είναι λογικό ότι θα ήταν δύσκολο για τον Bρεττανό συγγραφέα να ικανοποιηθεί με τον τρόπο που ένας τρίτος μεταφέρει το δικό του όραμα στην οθόνη, πόσο μάλλον όταν και τις δύο φορές το επιχείρησε ένας σκηνοθέτης-μετεωρίτης σαν τον George Pavlou, οπότε με το Hellraiser αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Το ρίσκο υπήρχε: Βρισκόμαστε στην δεκαετία του 80, όπου μετά την επιτυχία των διάφορων Halloween, Friday the 13th, Nightmare On Elm Street κλπ το slasher movie δεσπόζει. Για ένα στούντιο το Hellraiser είναι ρίσκο, μια ταινία που επιχειρεί να πλασάρει κάτι πρωτοποριακό αλλά και δύσπεπτο στην αγορά του Horror, όταν ένας serial killer και μερικοί αλαλάζοντες είναι αρκετοί για να γεμίσουν τις αίθουσες. Ευχαριστούμε λοιπόν τους παραγωγούς του φιλμ, που εξασφάλισαν στον Barker ένα εκατομμύριο δολάρια για να φέρει το σύμπαν του στην οθόνη, σε ένα φιλμ που δεν είναι σε καμία περίπτωση τέλειο αλλά είχε το θάρρος να βγάλει το σινεμά horror από το mainstream βούρκο στον οποίο βυθιζόταν.
Η πλοκή περιστρέφεται γύρω από έναν μυστηριώδη ξύλινο κύβο-παζλ, το γνωστό πλέον σε όλους μας ως Lament Configuration, που ένας ασιάτης έμπορος δίνει στον Frank (Sean Chapman) στην αρχή του φιλμ. Ο Frank, αμετανόητος ηδονιστής (όπως θα καταλάβουμε και πιο μετά) χρησιμοποιεί τον κύβο για να ανακαλύψει μια νέα διάσταση απόλαυσης που όμως δεν έρχεται μόνη της: Μαζί της φθάνουν και οι Cenobites, μυστηριώδεις παρουσίες («Demons to some..angels to others») που εγγυώνται μια ηδονή τόσο ακραία που περνάει στο μαρτύριο –και o Frank το νιώθει κυριολεκτικά στο πετσί του. Μετά από ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, ο αδερφός του Frank, Larry (Andrew Robinson, o Scorpio του Dirty Harry) και η σύζυγός του Julia (Clare Higgins) μετακομίζουν στο σπίτι όπου είχε λάβει χώρα η ιεροτελεστία του Frank και μέσω ενός τυχαίου γεγονότος (σταγόνες αίματος που πέφτουν στο πάτωμα της σοφίτας) η Julia, που όπως αποδεικνύεται απατούσε τον σύζυγό της με τον Frank, ανακαλύπτει έντρομη ότι ο εραστής της επανέρχεται, κατακρεουργημένος, στον κόσμο μας και της ζητάει μια χάρη: Nα προσελκύσει θύματα έτσι ώστε αυτός να μπορέσει να επανέλθει στην κανονική μορφή του. Ένα μείγμα τρόμου, λαγνείας αλλά και ανίας από την συζυγική ζωή της κάνει την Julia να υπακούσει και ο Fank αρχίζει να αποκτά όλο και περισσότερο την ανθρώπινη υπόστασή του. Αυτό μέχρι την στιγμή που η κόρη του ζεύγους, Κirsty (Ashley Laurence) ανακαλύπτει την συνωμοσία και άθελά της ανοίγει και πάλι την πόρτα στην διάσταση των Cenobites-που αρνούνται να φύγουν χωρίς κάποιο θύμα («You can go to hell!», «We can’t..not alone»).
TRAILER:
>>> ΔΕΙΤΕ ΤΟ:
Hellraiser 1
ή
Hellraiser 2
ή
ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΕΔΩ
Hellraiser 3
ή
ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΕΔΩ
Hellraiser 4
ή
ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΕΔΩ
Hellraiser 5
ή
ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΕΔΩ
Hellraiser 6
ή
ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΕΔΩ
Hellraiser 7
ή
ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΕΔΩ
Hellraiser 8
ή
ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΕΔΩ
Πρόκειται για μια εφιαλτική ταινία τρόμου, που θ’ αρέσει στους φανατικούς φίλους του είδους, αλλά που δεν δικαιώνει απόλυτα την τεράστια φήμη της. Το «Χελρέιζερ» δίνει σίγουρα μια άλλη διάσταση στον τρόμο, αλλά αυτό που κυριαρχεί στην ταινία είναι ένα νοσηρό αίσθημα αναγούλας και φρίκης που καταστρέφει τις λίγες καλές στιγμές της.